ἐμπρέποντας

ἐμπρέποντας
ἐμπρέπω
to be conspicuous in
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπρέπω — ἐμπρέπω (Α) διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.) αρχ. 1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.) 2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι 3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”